-
1 Γίγας
Aὑπέρθυμοι Od.7.59
; Κύκλωπές τε καὶ ἄγρια φῦλα Γιγάντων ib. 206; οὐκ ἄνδρεσσιν ἐοικότεςἀλλὰ Γίγασιν 10.120
;γ. γηγενέται Hes.Th. 185
, cf. E.Ph. 128 (lyr.); of Capaneus, A.Th. 424.II as Adj., mighty (γίγαντος· μεγάλου, ἰσχυροῦ, ὑπερφυοῦς, Hsch.),Ζεφύρου γίγαντος αὔρᾳ Id.Ag.692
(lyr.), cf. Eurytus ( PLG3.639). -
2 γιγας
См. также в других словарях:
γίγαντας — ο (θηλ. γιγάντισσα, η) (AM γίγας, ο) πληθ. Γίγaντες, οι μυθικά παιδιά τής Γαίας, άγρια φυλή που καταστράφηκε από τους θεούς μσν. νεοελλ. 1. υπερβολικά μεγαλόσωμος 2. υπερβολικά δυνατός νεοελλ. 1. ρωμαλέος, ηρωικός 2. (στα παραμύθια) δράκος,… … Dictionary of Greek